Σάββατο, Μαΐου 02, 2015

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.....

"Θάνατος στους ποιητές που μετατρέπουν και τα σκατά σε ήλιο και θάλασσα"...έτσι κάποτε μου έλεγε ένας πολύ καλός μου φίλος εννοώντας φυσικά τον Ελύτη...πόσο άδικο είχε!...ευτυχώς μετά από χρόνια το κατάλαβε και ο ίδιος.

"...Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφῆκα καὶ στὸ ξινόχορτο..."
.
"...Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων...."

Έτσι!...βλέπω και εγώ την αλληλουχία αυτή και μπορώ μα πω με θάρρος ότι με βοήθησε και ο Ελύτης ...τα "κρυφά νοήματα" δεν είναι άλλα από το να συντρίψουν ,εν ήδη συνετισμού το έθνος μας με ξεπούλημα του ζωτικού του χώρου που είναι τα ιδανικά του ,οι αρχές του ακόμα και ο ήλιος και η θάλασσα που έχει στην καρδιά του.

Δεν νομίζω να σκοτίστηκαν για το νοικοκύρεμα του οίκου μας ,ούτε για το μέλλον των παιδιών μας ,μερικές δεκάδες δις είναι για αυτούς ψίχουλα ,άνετα θα μπορούσαν να μας τα έδιναν και να ξεμπέρδευαν μια και καλή με μας ,αλλά κόπτονται  για κάτι πιο βαθύ πιο ζουμερό ,που πολύ έξυπνα το έχουν καταλάβει ,είναι κάτι αρχές περίεργες επαναστατικές που ίσως πρώτη φορά ακούγονται έτσι επίσημα και απροκάλυπτα και που θέλουν πχ να μπαίνουν οι άνθρωποι πάνω από το χρήμα ,πάνω από τα συμφέροντα των λίγων ,να μην μπορεί κάποιος να ποντάρει στην καταστροφή του άλλου και να κερδίζει χρήματα από αυτό ,αγοράζοντας ασφάλιστρα (CDS) της χρεοκοπίας του ,να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν η ετυμηγορία και του λαού του γείτονα και όχι μόνο του δικού μας ,εξάλλου ποιος είπε ότι η δημοκρατία είναι αλάνθαστη ,στην δημοκρατία απλά υπερισχύει η γνώμη των πολλών και όχι των αρίστων ...έτσι είναι πως να το κάνουμε  ,έτσι ήταν πάντα ,απλά ακολουθούμε ....

Μου έκαναν τρομερή εντύπωση και τα λόγια του Ελύτη ,εξηγώντας τον λόγο που τον έκανε να γράψει το "Αξιον εστί".....διαβάστε....


«Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοιρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».